- δεισιδαιμονίαν
- δεισιδαιμονίᾱν , δεισιδαιμονίαfear of the godsfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бѣсобояниѥ — БѢСОБО˫АНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Боязнь бесов, суеверный страх: и да право съмыслѩще ни ѥдинѣмь же бѣсобо˫аниѥмь. таковыихъ мѣстъ обѩжютьсѩ (δεισιδαιμονίᾳ) КЕ XII, 142б; тъгда по нѣкоѥмоу бѣсобо˫ани(ю) на жительнѣѥ паче. и на обыча˫а оуставы. идолы оубо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επίφορος — ο (Α ἐπίφορος, ον) [επιφέρω] νεοελλ. ναυτ. (για άνεμο) αυτός που πέφτει κάθετα στο ιστίο τού πλοίου, κν. άνεμος τής φούσκας αρχ. 1. αυτός που οδηγεί σε μια διεύθυνση («εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», Θουκ.] 2. (για… … Dictionary of Greek
ευάλωτος — η, ο (Α εὐάλωτος, ον) 1. αυτός που κυριεύεται ή συλλαμβάνεται εύκολα («ευάλωτο φρούριο») 2. αυτός που γίνεται εύκολα υποχείριος άλλου, αυτός που έχει αδύνατο χαρακτήρα, ο ενδοτικός, ο υποχωρητικός («ευάλωτος δικαστής») 3. ιατρ. αυτός που… … Dictionary of Greek
ДИОГНЕТУ ПОСЛАНИЕ — [греч. Πρὸς Ϫιόϒνητον, лат. Epistula ad Diognetum], памятник раннехрист. письменности; представляет собой ответ на просьбу высокопоставленного язычника Диогнета дать разъяснения относительно христ. веры. По содержанию и характеру изложения Д. п.… … Православная энциклопедия